- ὁπλομάχῳ
- ὁπλομάχοςfighting in heavy armsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπλομαχώ — (Α ὁπλομαχῶ, έω) [οπλομάχος] νεοελλ. 1. διεξάγω οπλομαχία 2. ασκούμαι στη χρήση τών αγχέμαχων όπλων αρχ. 1. μάχομαι με βαρέα όπλα ως οπλίτης 2. διδάσκω την οπλομαχία, κυρίως τη χρήση βαρέων όπλων … Dictionary of Greek
οπλομαχώ — οπλομάχησα 1. ασκούμαι στη χρήση των όπλων για μάχη από κοντά. 2. μάχομαι από κοντά στήθος με στήθος, συμπλέκομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπλομαχητικός — ή, ό (Α ὁπλομαχητικός, ή, όν) [οπλομαχώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οπλομαχία ή στον οπλομάχο νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η οπλομαχητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού χειρισμού τών αγχέμαχων όπλων αρχ. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη τού… … Dictionary of Greek